- υποθηκεύω
- υποθήκεψα, υποθηκεύτηκα, υποθηκευμένος, επιβαρύνω με υποθήκη (βλ. λ.) ένα κτήμα: Υποθήκεψε το σπίτι του, για να πάρει δάνειο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποθηκεύω — υποθηκεύω, υποθήκευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποθηκεύω — Ν εγγράφω υποθήκη σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο, τό χρησιμοποιώ ως εγγύηση για δάνειο ή για άλλη παροχή που πήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
υποθήκευση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποθηκεύω, η εγγραφή υποθήκης σε ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποθηκεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποθήκευσις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νόμοτεχνικὸν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
αμάχι — το (Μ ἀμάχι) το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη*, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή ἀλλάγιον > ἀλλάγι] … Dictionary of Greek
αμαχεύω — [αμάχη] 1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τούς κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο 2. έχω αμάχη με κάποιον, τόν μισώ 3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω … Dictionary of Greek
ανυποθήκευτος — η, ο αυτός που δεν έχει υποθηκευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποθηκεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
αποτιμώ — (Α ἀποτιμῶ, άω) καθορίζω την τιμή ενός πράγματος αφού υπολογίσω την αξία του, εκτιμώ αρχ. 1. δεν τιμώ, περιφρονώ κάποιον 2. ( ῶμαι) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο κάτι … Dictionary of Greek
διεγγυώ — διεγγυῶ ( άω) (Α) [εγγυώ] Ι. 1. δίνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. υπόσχομαι 3. παρέχω εγγύηση, ασφάλεια 4. παρέχω ως ενέχυρο 5. υποθηκεύω την περιουσία μου II. διεγγυώμαι 1. παίρνω εγγύηση για την απελευθέρωση κάποιου 2. βρίσκω εγγυητή … Dictionary of Greek
δουλώνω — (AM δουλῶ, όω) υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω μσν. νεοελλ. (για ακίνητα) υποθηκεύω νεοελλ. κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή μσν. 1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα 2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον αρχ. καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω … Dictionary of Greek
ενυποθηκεύω — (Μ ἐνυποθηκεύω) καθιστώ κάτι ενυπόθηκο, τό επιβαρύνω με υποθήκη, τό υποθηκεύω, τό βάζω υποθήκη … Dictionary of Greek